αψηλωτός

αψηλωτός
-ή, -ό
ανυψωμένος: Η οροφή ήταν αψηλωτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αψήλωτος — η, ο αυτός που δεν ψήλωσε, δεν πήρε το κανονικό ύψος: Ύστερα από τα δεκάξι έμεινε αψήλωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”